- μελουργώ
- μελουργῶ, -έω (ΑM) [μελουργός]συνθέτω μουσική, μελοποιώμσν.1. κάνω κάτι γλυκό εμβαπτίζοντάς το στο μέλι2. τραγουδώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μελούργημα — μελούργημα, τό (ΑM) [μελουργώ] μουσική σύνθεση … Dictionary of Greek